- ασχολώ
- ἀσχολῶ (-έω) (Α) [άσχολος]1. παρέχω σε κάποιον απασχόληση, εργασία, απασχολώ2. απασχολούμαι με δικές μου υποθέσεις, εργάζομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀσχολῶ — ἀσχολέω engage pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀσχολέω engage pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχόλῳ — ἄσχολος without leisure masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απασχολώ — (AM ἀπασχολῶ, έω) αποσπώ κάποιον από την κύρια ασχολία του νεοελλ. αναθέτω εργασία σε κάποιον αρχ. 1. παρεμποδίζω 2. επιβάλλω αλλαγή πορείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + ασχολώ < άσχολος < α στερ. + σχολή «απραξία, αργία»] … Dictionary of Greek
ασχόλημα — ἀσχόλημα, το (Α) [ασχολώ] απασχόληση, ασχολία … Dictionary of Greek
ασχόληση — η (Μ ἀσχόλησις) [ασχολώ] ασχολία, απασχόληση μσν. 1. φροντίδα, αφοσίωση 2. στοργή 3. έρωτας … Dictionary of Greek
κατασχολώ — κατασχολῶ, έω (AM) μέσ. κατασχολοῡμαι ενδιαφέρομαι, καταγίνομαι, ασχολούμαι, σπουδάζω επιμελώς γύρω από κάτι («περί τινα τῶν ἐόντων κατασχολέονται», Περικτ. στον Στοβ.) αρχ. 1. απασχολώ με κάτι, στρέφω προς κάτι («περὶ τούτου τὴν διδασκαλίαν… … Dictionary of Greek
παρασχολώ — έω, ΜΑ [ασχολώ / ούμαι] μσν. μέσ. παρασχολοῡμαι, έομαι ασχολούμαι υπερβολικά, φροντίζω πολύ για μηδαμινά πράγματα αρχ. εξετάζω κάτι με πολλή φροντίδα και προσοχή («προσήκει παρασχολῆσαι τὸν λόγον», Γρηγ. Νύσσ.) … Dictionary of Greek
προασχολώ — έω, ΜΑ ενασχολώ κάποιον σε κάτι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀσχολῶ «παρέχω σε κάποιον απασχόληση, εργασία, απασχολώ»] … Dictionary of Greek
προσασχολώ — έω, Α 1. (ενεργ. και μέσ.) ενασχολούμαι επί πλέον 2. αναγκάζω κάποιον να προσέξει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀσχολῶ «εργάζομαι, ασχολούμαι»] … Dictionary of Greek